δαΐξανδρος

δαΐξανδρος
δαΐξανδρος, -ον (Α)
αυτός που εξολοθρεύει άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. εδάιξα τού ρ. δαΐζω* «σφάζω, φονεύω» + -ανδρος < ανήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”